- κούρνια
- η1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα τού ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: κορογωνιά («γωνιά όπου άναβαν φωτιά, εστία») > κορωνιά (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -γ- και απλοποίηση τών -ο- και -ω-) > κουρουνιά («προκοπή, ευτυχία») με κώφωση (κο-> κου-) και αφομοίωση (-ρου-) > κουρνιά («σπίτι, φωλιά»), με σίγηση τού -ου- > κούρνια, με αναβιβασμό τού τόνου αναλογικά προς το συνώνυμο ουσ. κοίτη].
Dictionary of Greek. 2013.