κούρνια

κούρνια
η
1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα τού ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη
2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: κορογωνιά («γωνιά όπου άναβαν φωτιά, εστία») > κορωνιά (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -γ- και απλοποίηση τών -ο- και -ω-) > κουρουνιά («προκοπή, ευτυχία») με κώφωση (κο-> κου-) και αφομοίωση (-ρου-) > κουρνιά («σπίτι, φωλιά»), με σίγηση τού -ου- > κούρνια, με αναβιβασμό τού τόνου αναλογικά προς το συνώνυμο ουσ. κοίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κούρνια — η τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα πάνω στα οποία ανεβαίνουν και κοιμούνται τα πουλερικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό …   Dictionary of Greek

  • κούρνιασμα — το [κουρνιάζω] η νυχτερινή ανάπαυση τών πτηνών πάνω στην κούρνια ή πάνω σε κλαδιά δένδρων …   Dictionary of Greek

  • ξεκουρνιάζω — 1. (για πτηνά) φεύγω από την κούρνια μου, από τη φωλιά μου 2. μτφ. απομακρύνομαι («κι η τέτοια υποψία ξεκούρνιασεν απ το νου του μονάχα, όταν τ αργόδρομα γλυκοχαράματα εβάλθηκαν να διώξουν τους ήσκιους», Ζερβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • κουρνιάζω — κούρνιασα, κουρνιασμένος 1. για τα πουλερικά, κοιμάμαι στην κούρνια μου. 2. για τους ανθρώπους, διανυκτερεύω κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”